ΤΑ ΕΝΝΕΑ ΦΑΓΙΑ
Δ. Κ. Βογιαζλή
Δ. Κ. Βογιαζλή
Το τραπέζι της παραμονής των Χριστουγέννων ήταν στη Βορειοθράκη τόσο γιορταστικό όσο και το Χριστουγεννιάτικο με τη διαφορά, ότι στο πρώτο όλα τα φαγητά ήταν νηστίσιμα. Έπρεπε δε κατανάγκην νάναι ε ν ν έ α. Γιατί εννέα κι όχι δέκα; δεν κατόρθωσα να το εξακριβώσω, μου φαίνεται όμως, ότι το έθιμο σχετίζεται με τους εννέα μήνες της εγκυμοσύνης της Παναγίας της μάνας του Χριστού.
Το πρώτο από τα "εννέα φαγιά" ήταν η "άφταστη πίττα", δηλ. μια πίττα άζυμη, που συνήθως ήταν πολύ μικρότερη από τη Βασιλόπιττα. Την στόλιζαν με μισές σκέλδες καρυδιού σε σχήμα σταυρού με μια τρυπούλα στο μέσον προορισμένη για την τοποθέτηση του κεριού. Στη χριστουγεννιάτικη πίττα τοποθετούσαν έναν παρά σ' αυτόν που θα έπεφτε, θα περνούσε το Δωδεκάμερο κι ως του Αγίου Γεωργίου με "γεια-χάρα". Για τη συμπλήρωση των εννέα φαγητών συνηθιζότανε λαχανοντολμάδες, ελιές και χαλβάς. Και παρακάτω: Ε, - εκεί πλέον η νοικοκυρά, και προπαντός όταν τα οικονομικό ήταν στενά, έπρεπε κάτι να μηχανευθεί. Και το τέχνασμα ήταν πρόχειρο. Τ' αλατοπίπερο λ.χ. το τοποθετούσε σε δυο πιάτα, χωριστά τ' αλάτι, χωριστά το πιπέρι = δυο φαγιά επιπλέον. Αλλά το τουρσί ήταν κείνο που έλυε το πρόβλημα οριστικά: χώρια το λάχανο, χώρια οι πιπεριές, οι μελιτζάνες κλπ. Έτσι συμπληρώνονταν ο αριθμός εννέα: ούτε ένα περισσότερο ούτε ένα λιγότερο.
Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων ο οικοδεσπότης και γύρω του τοποθετημένη στον "σουφρά" ή στο τραπέζι ολόκληρη η οικογένεια. Και τότε άρχιζε η ιεροτελεστία. Ο πατέρας άναβε το κερί και το κολλούσε στο μέσον της πίττας. Έπειτα θύμιαζε το εικονοστάσι και το τραπέζι και αφού αυτός ή κανένα από τα παιδιά έλεγαν το τροπάρι των Χριστουγέννων και το "Δι ευχών των αγίων πατέρων ημών", ερχόταν η σειρά του κοψίματος της πίττας. Το πρώτο κομμάτι ήταν του Χριστού, το δεύτερο της Παναγίας, το τρίτο του "ξενητεμένου παιδιού ή συγγενούς", κι έπειτα από ένα για τον κάθε ομοτράπεζο. Στη βασιλόπιττα οι κληρούχοι ήσαν δυο περισσότερο, το κομμάτι του "Αγίου" και το κομμάτι "της δουλειάς". Καθένας έτρωγε, εννοείται, το κομμάτι με την προοπτική να βρει τον παρά. Αλλά τι γινότανε με το κομμάτι του Χριστού και των Αγίων, αφού οι τελευταίοι αδυνατούσαν να το πάρουν; Το προώριζαν λοιπόν για τους ζητιάνους.
Η Εκκλησία διάβαζε ακριβώς τα μεσάνυχτα. Μάλιστα επί Τουρκοκρατίας κι ως στην έκδοση του Χατι-Χουμαγιούν (1855) δεν χτυπούσε η καμπάνα αλλά ο κράχτης (έτσι ονομάζουν σι Βορειοθράκες τον καντηλανάφτη από το κράζω, καλώ) περνούσε αράδα τα σπίτια της ενορίας του, χτυπούσε το σιδερένιο χειρούλι κάθε πόρτας με το προσκλητήριο: "Ορίστε εις την Εκκλησία", λέγοντάς το ψαλτικά.
Αλλ' οι οικογένειες πούχαν περισσότερα μικρά παιδιά πώς να τα κρατήσουν ξύπνια ως τα μεσάνυχτα; Επεκράτησε λοιπόν να επαναλαμβάνεται ένα συνήθειο που κυρίως γινότανε το τελευταίο βράδυ της Αποκριάς. Από τον οφαλό του ταβανιού που πάντα βρισκότανε ένας χαλκάς (κρίκος) κρεμούσαν δεμένο σε σπάγγο ένα κομμάτι καρυδοχαλβά. Στη στερεότητά του μπορούσε να συναγωνισθεί το πιο γερό ξύλο... Ο πατέρας ή η μητέρα γύριζαν τον σπάγγο με τον χαλβά και τα παιδιά τοποθετημένα γύρω, με τα χέρια πισθάγκωνα προσπαθούσαν ποιο πρώτο να τον συγκροτήσει με το στόμα, οπότε το κομμάτι ήταν δικό του. Γέλια και φωνές ώσπου νάρτουν τα μεσάνυχτα για να τραβήξει. ολόκληρη η οικογένεια στην Εκκλησία.
Στο σπίτι έμενε η γιαγιά ή καμιά θεία με την υπηρέτρια για να ετοιμάσουν το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Σ' αυτό οι κρεάτινες λαχανοντολμάδες (με χοιρινό το πλείστον) τα "γιαπράκια" δεν μπορούσαν να λείψουν.
_____________
Από τον 21ο τόμο του Αρχείου Λαογρ. και Γλωσσικού Θησαυρού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου