Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

Το έθιμο της καμήλας




Το δρώμενο της Καμήλας.

της Ελένης Δάγκα 
απόσπασμα έρευνας της σκηνογράφου-ενδυματολόγου 
(υποψήφιας διδάκτορος τμήματος Θεάτρου -Σχολή Καλών Τεχνών, ΑΠΘ)




Το δρώμενο της Καμήλας, ιδιαίτερα διαδεδομένο στο παρελθόν, αλλά και σήμερα, στη Μικρά Ασία, τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη (από τον Πόντο ως την Πόλη και από την Ουκρανία ως την Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία, τη νότια Αυστρία και τη Σλοβενία), εμφανίζεται ως μεταμφίεση τελετουργικού χαρακτήρα με «αόριστη γονιμοποιητική σημασία».[1] 

Το έθιμο, που με διαφορετικές παραλλαγές –αλλά πάντα πάνω στο ίδιο μοτίβο- το συναντάμε σε ολόκληρη την Ελλάδα,[2] 
συνηθίζεται από τους πρόσφυγες της Ανατολικής Ρωμυλίας 
μέσα στις γιορτές του Δωδεκαημέρου,
 και πιο συγκεκριμένα, κατά την παραμονή της πρωτοχρονιάς. 

Ο Β. Πούχνερ (Λαϊκό θέατρο στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια) υποστηρίζει, βέβαια, 
πως στον ελληνικό χώρο καλούνται «καμήλες» οι μεταμφιεσμένοι 
και μουτζουρωμένοι με καπνιά,
ντυμένοι με κουρέλια,

 προβιές και κουδούνια.[3] 

Εντούτοις, όσο κι αν μιλήσαμε με τους ανθρώπους της Θράκης δεν αναφέρθηκε ποτέ αυτός ο χαρακτηρισμός –που δεν μπορούμε, φυσικά, να αμφισβητήσουμε πως ίσως ισχύει για άλλες περιοχές της Ελλάδας- για τους ‘μουτζουρωμένους’ της αποκριάς ή άλλων εθίμων.

Ο σκοπός του εθίμου της Καμήλας, μοιάζει να έχει χαθεί, μαζί με την προέλευσή του. 

Όπως κάθε αγερμός έχει σαν στόχο την ανταλλαγή ευχών για ‘καλοχρονιά’, γονιμότητα και υγεία. Άγνωστοι όμως παραμένουν οι λόγοι κατασκευής ενός τέτοιου ομοιώματος.

 Η καμήλα πιστεύεται, μας είπαν, ως ζώο που συμβολίζει την αφθονία. 

Θεωρούμε, όμως, πως αυτή είναι, μάλλον, μία εκ των υστέρων εξήγηση των σύγχρονών μας –ή λίγο γηραιότερων- που τους τέθηκε αυτό το ερώτημα. 

Υπάρχει, πάντα, και η προφανής απάντηση ότι το πλούσιο εμπόριο ερχόταν στη Θράκη από το Βυζάντιο και την Ανατολή με καμήλες, γι’ αυτό και οι νέοι έμαθαν να συλλέγουν τα συμβολικά ‘δώρα’ του αγερμού τους με αυτό το υπομονετικό ζώο. 

Ή αντίθετα, ότι αφού ο κίνδυνος της επιδρομής κατέφθανε στην Ευρώπη από την Ανατολή και την Οθωμανική αυτοκρατορία με καμήλες, οι Βαλκάνιοι ξόρκισαν τους φόβους τους με μια ‘μαγική’ ιεροπραξία που αντικαθιστούσε το αρνητικό με το θετικό.[4] 

Όπως και να έχει ο συμβολισμός του ομοιώματος δεν μας είναι ξεκάθαρος.[5]

Ακόμη και τα παιχνίδια της με τον καμηλιέρη, όταν προσποιείται πως πεθαίνει κι έπειτα ανασταίνεται με την προσφορά κρασιού ή άλλων δώρων δεν φαίνεται να έχουν την ίδια σκοπιμότητα με το θάνατο και την ανάσταση του Τζαμαλάρη στο συγγενικό της έθιμο της σποράς. Και αυτό γιατί το συγκεκριμένο δρώμενο είναι αρκετά φτωχό σε συμβολισμούς, αντίθετα πλουσιότερο σε δράση που συμβαίνει προς χάριν των θεατών, κάτι που θα μας απασχολήσει ιδιαίτερα σε επόμενη ενότητα.    
             
Η μεταμφίεση και ο τρόπος κατασκευής του ομοιώματος της καμήλας είναι γνωστός και παντού ο ίδιος. 



Ο Καμηλιέρης ή Ντιβιτζής ή Χιμπιτζής που συνοδεύει το ομοίωμα της καμήλας ή, σε κάποιες περιοχές, το ξόανο με το μακρύ λαιμό και το σαγόνι που ανοιγοκλείνει μηχανικά είναι συνήθως μεταμφιεσμένος είτε σε ανατολίτη, είτε με προβιές, ενώ οι συνοδοί του είναι φορτωμένοι με κουδούνια και μουτζουρωμένοι, όπως άλλωστε και στα περισσότερα λαϊκά δρώμενα.

 Όσο για την κατασκευή, αν και τα όρια ανάμεσα στα τετράποδα είναι ρευστά,[6] 
εντούτοις παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο αφαιρετικός τρόπος με τον οποίο κατασκευαζόταν σε όλες –ανεξαιρέτως- τις περιοχές η καμήλα. 

Πιο συγκεκριμένα, εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως αν και ενδιέφερε η αληθοφάνεια (γι’ αυτό και οι λεπτομερείς περιγραφές και η χρήση δέρματος στο λαιμό ή το κεφάλι), το ομοίωμα δινόταν σχηματικά, με κάποια στοιχεία, σχεδόν σουρεαλιστικά θα έλεγε κανείς, κι όμως αυτό ακριβώς συντελούσε στην αίσθηση της πιστής απεικόνισης.[7] 



 Για παράδειγμα, συχνότατα χρησιμοποιούσαν κρανίο πρόβατου ή σκύλου για το κεφάλι του ομοιώματος, τα οποία διαφέρουν πολύ από το κρανίο της καμήλας, 
ή κατασκεύαζαν με δυο ξύλα –τυλιγμένα με δέρμα ζώου- απλώς ένα σαγόνι. 

Επιπλέον, αν και είναι ξεκάθαρο πως το σύμβολο του δρωμένου είναι μια θηλυκή οντότητα, εντούτοις η κατασκευή παραπέμπει σε ένα πλάσμα άφυλο και εξορίζει από το δρώμενο αυτό κάθε στοιχείο σεξουαλικότητας, γεγονός ιδιαίτερα περίεργο για μια τελετή τέτοιου είδους.

Αναφορές στη βιβλιογραφία 


Το 1969, καταγράφεται από τον Δ. Κτενίδη, η Καμήλα στο Θούριο Διδυμοτείχου.



 Το έθιμο θεωρείται –προφανώς με αφορμή την ημερομηνία τέλεσής του- ως αναπαράσταση του ταξιδιού του Αγίου Βασιλείου από τα βάθη της Ανατολής. 


Η τελετουργία του δρωμένου είναι απλή, πρόκειται για ένα αγερμό την παραμονή του Αγίου Βασιλείου, κατά τον οποίο, πολλές ομάδες νέων -μία ομάδα νέων στο παρελθόν του χωριού όπως διευκρινίζει ο συγγραφέας- γυρνούν στα σπίτια του χωριού μεταφέροντας ευχές, τραγουδώντας, χορεύοντας, κάνοντας αστείες και μιμικές κινήσεις, και στους οποίους οι νοικοκυραίοι προσφέρουν χρήματα ως ανταμοιβή. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η κατασκευή της καμήλας.

Κατασκευάζουν πρώτα ένα πλαίσιο από ξύλα σε σχήμα ισοσκελούς τραπεζίου με τις πλάγιες πλευρές μεγαλύτερες από τις παράλληλες, οι οποίες εξέχουν λίγο. 

Επάνω σε αυτό το πλαίσιο στηρίζουν ένα σκελετό από βέργες μουριάς καμπουριαστό. Πάνω στο σκελετό αυτό εφαρμόζουν κουβέρτες χρώματος σταχτί κι έτσι σχηματίζεται ο κορμός της καμήλας.

 Ένα κομμάτι ξύλο τυλιγμένο με δέρμα λαγού αποτελεί το λαιμό και ένα κρανίο προβάτου ή σκύλου αποτελεί το κεφάλι. 
Δύο γυαλιστεροί βόλοι αποτελούν τα μάτια και μια κόκκινη πιπεριά τη γλώσσα. 

Η ουρά κατασκευάζεται με μια λωρίδα από προβιά ή μια φούντα από μαλλιά κατάλληλα πλεγμένα.  Όλο αυτό το σύστημα το ανασηκώνουν δύο νέοι, το σώμα των οποίων κρύβεται και προβάλλουν μόνο τα τέσσερα πόδια. Στο λαιμό κρεμούν ένα κουδούνι.[8]
Την Καμήλα ακολουθεί πάντα ο Καμηλιέρης, μεταμφιεσμένος σε ανατολίτη (φορώντας γυναικεία ρούχα) και μαυρισμένος με φούμο, ενώ στις ομάδες υπάρχει πάντα ένας ταμίας, και συχνά και οργανοπαίχτες.


Ο Ι. Πραντσίδης στη διδακτορική διατριβή[9] του αναφέρει πως στο Ακ Μπουρνάρ της Ανατολικής Ρωμυλίας (σημερινό Inzovo Βουλγαρίας) 
το έθιμο της Kαμήλας τελούνταν αποκλειστικά από άντρες, 
 
που επιλέγονταν προσεκτικά με κριτήριο,
  όχι μόνο την καλή γνώση του εθίμου και των στιχομυθιών που επαναλαμβάνονταν, 
 
αλλά και την ευχέρεια τους στο λόγο, 
 
τους αστεϊσμούς, 
 
καθώς και την άνεσή τους μπροστά στο κοινό τους,
 μια και θα ξεστόμιζαν φράσεις με άσεμνο περιεχόμενο.

 Τα πρόσωπα του εθίμου ήταν ο Ντιβιτζής, δηλαδή ο καμηλιέρης με την καμήλα του, μια δεύτερη καμήλα που κυκλοφορούσε ελεύθερη, οι δυο παππούκες και οι οργανοπαίχτες (με γκάιντα και νταούλι). 

Τα ομοιώματα της καμήλας ήταν κατασκευασμένα από ξύλα, επενδυμένα με υφαντές κουρελούδες, ενώ ο λαιμός και το σαγόνι, χάριν της αληθοφάνειας επενδύονταν με προβιές. 

Το σαγόνι της κατασκευής αυτής ήταν δεμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε να ανοιγοκλείνει με ευκολία, ενώ γύρω από το σώμα της κρεμούσαν κουδούνια. Την καμήλα κουβαλούσε ένας άντρας στην πλάτη του, με τέτοιο τρόπο ώστε να κρύβεται κάτω από την καμπούρα της και να φαίνονται μόνο τα πόδια του.




 Ο Ντιβιτζής φορούσε ανάποδα ένα μακρύ παλτό επενδυμένο με προβιά (την κουζιούφκα), ένα ψηλό κωνοειδές καπέλο ντυμένο με ύφασμα ή δέρμα, το καούκι, τσαρούχια και από πάνω μπιάλια(:άσπρες γκέτες) ενώ μαύριζε το πρόσωπό του με καπνιά. 

Στη μέση του έδενε μια μεταλλική βέργα με γάντζο (τον άλσο), που όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας χρησιμοποιούσαν πάνω από το τζάκι για να κρεμάνε τα μπακιρένια σκεύη, και κρατούσε στα χέρια ένα ξύλινο σπαθί και το τοπούζι
ένα κοντό ρόπαλο
 σε σχήμα φαλλού. 

Ο παππούκας φορούσε παλιά ρούχα και ένα δερμάτινο προσωπείο με γένια και κέρατα,[10] ενώ κρατούσε στο χέρι και μία λεπτή βέργα.        
  
Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, οι άντρες επισκέπτονταν τον Ντιβιτζή για να τον προσκαλέσουν στο έθιμο. 



Εκείνος αρχικά, προσποιούνταν πως δεν θέλει και τους ανάγκαζε να τον παρακαλούν, μέχρι να του υποσχεθούν κάποιο δώρο. 


Αφού τον έπειθαν, ξεκινούσαν όλοι μαζί για το σπίτι του παπά, το πρώτο σπίτι που έπρεπε σύμφωνα με το έθιμο να επισκεφθούν. 
Ακολουθούσε επίσκεψη σε όλα τα σπίτια του χωριού ως το πρωί.[11] 

Σε κάθε πόρτα που έφταναν ο Ντιβιτζήςρωτούσε το νοικοκύρη αν ήθελε να του χορέψει η Καμήλα

Αν ο τελευταίος δεχόταν, ακολουθούσαν διάφορα αστεία που ολοκληρώνονταν με το συμβολικό θάνατο και την ανάσταση της Καμήλας.

Αφιντικό να χουρέψη η καμήουα;
 Η τόπους είνι ιρός; 
ντιμέκ είνι βαρά η καμήουα να μην πατώσ(ει). 
Ιντάξ(ει) ιρός είνι, λέει τ’ αφεντικό.
 Χιρνά η γκάιντα να ουαλεί,
πιάν(ει) αυτός ‘ν καμήουα,
 ‘ν παένει κι φιουά του χερ(ι) τ’ αφεντικού, 
σ’ αφεντικίνας, ύστιρα χιρνά να χουρεύ(ει). 
Χουρεύ(ει) ως καπ, 
α σουρήξ(ει) νιάφρα η γκάιντα ξιέρν(ει) η καμήουα. 
Πεφτν οι παπούκες πχακών
 ‘ν καμήουα να τ’ σφαξν
 να μην πάει τζιάμπα.
 […]
 Ιρνά κατ’ αφιντικό τουν φτα, 
δεν ντρέπισι να μη πεις ψέμματα,
 η τόπους δεν ήταν ιρός και ξέορι του χαϊβάν(ι). 
[…]
Παέν(ει) ως καπ ιρνά, κοίταξι λέει, 
του χαϊβάν(ι) ψόφσι που ψόφσι να βρούμι κάνα φάρμακο
 να του δώσουμι, 
να ιδούμι δα να πιράσ(ει); 
Λέει, τίπτας αν εχς κρασί να του δώσουμι…
 […] 
Τ’ δίν(ει) ‘ν καμήουα, 
να πιη κι άθραπους ουπχάτ, 
πάλι δεν ένιτι δλεια, 
η καμήουα δεν ταράζιτι, 
να ιδούμε κάνα ξούρ(ι) θα ‘χει. [
…] 
Τηράει, λέει, ε αφιντικό κοίταξ(ει) 
η δλεια που είνι, 
δα ξιίρι του πέταουτς μη του νύχ(ι) μαζί, 
αν έχς κάνα πέταου που να γράφ(ει) 20, 50 λέφια να ‘ν καλιγώσουμι,
 θα σκουθεί.[12]



            Μετά το φιλοδώρημα της καμήλας ακολουθούσαν ευχές και ένα ξόρκι στα τουρκοελληνικά για καλή σοδειά και γονιμότητα με την ακόλουθη κατάληξη: 
«σικινίντα μπιρικέτ(ι) σικινίντα κουβέτ(ι)», 
δηλαδή «καλή δύναμη και σοδειά στο φαλλό μας».

Η σκηνή τελείωνε με χορό, που σύμφωνα με τη συγκεκριμένη διατριβή, αλλά και το πληροφοριακό υλικό που συγκεντρώσαμε μέσα από συνεντεύξεις για την περιοχή, ήταν συγκεκριμένος και ονομαζόταν ‘καμηλίτικος’ (ζωναράδικος χορός).

 Στο χορό αυτό οι πρωταγωνιστές είχαν συγκεκριμένες θέσεις και χόρευαν μπρος- πίσω, δίχως να μετακινούνται προς τα δεξιά. 
Έπειτα ξεκινούσαν για το επόμενο νοικοκυριό. 


Το δρώμενο συνεχιζόταν ως τα ξημερώματα, μέχρι να περάσουν από ολόκληρο το χωριό και να συναντηθούν με την ομάδα που τελείωνε εκείνη την ώρα τα ‘τραγούδια’ της παραμονής.[13]           
Για το Μεγάλο Μοναστήρι της Ανατολικής Ρωμυλίας, επίσης στην επαρχία του Καβακλή,
οι Καμήλεςκαθώς ήταν το έθιμο 
που άνοιγε και έκλεινε τον κάθε χρόνο,
ήταν, ίσως, 
και το σημαντικότερο της κοινωνικής ζωής των κατοίκων. 

Ο Π. Λιτούδης στη μεταπτυχιακή του εργασία με θέμα το συγκεκριμένο δρώμενο, μας πληροφορεί πως οι Ντιβιτζήδες (:οι καμηλιέρηδες) ετοιμάζονταν μέρες πριν.[14]

 Η φορεσιά του Ντιβιτζή στο Μοναστήρι ήταν όμοια με εκείνη του Ακ Μπουρνάρ. μακρύ πανωφόρι από προβιά, όμοιο παντελόνι, τσαρούχια, άσπρες γκέτες, τοπούζι στα χέρια και καούκι στο κεφάλι (το προσωπείο του είχε ακόμη και κατασκευασμένα φρύδια, μουστάκι από σπάγκο, και δόντια από φασόλια περασμένα σε σκοινί με ειδικό τρόπο).

Η Καμήλα κατασκευαζόταν με ένα σκληρό ξύλινο πλαίσιο βάσης με κουδούνια σε κάθε γωνία, πάνω του βέργες σε καμπύλη και από πάνω παλιά στρωσίδια ή δέρματα. 
  Για λαιμό και κεφάλι της Καμήλας χρησιμοποιούσαν μια χοντρή βέργα, 
  τον πατσά ή καφά 
  που κατέληγε σε «κύρτωμα», πάνω στο οποίο τύλιγαν ένα δέρμα ή προβιά.

Η διαφοροποίηση στην περιοχή αυτή συναντάται στο γεγονός πως εδώ το ίδιο βράδυ, βγαίνουν πολλοί Ντιβιτζήδες, ο καθένας με την Καμήλα του, και γυρνάνε ως ζευγάρι τα σπίτια.  
Όταν την νύχτα της παραμονής έφταναν σε κάποιο σπίτι έλεγε ο ντιβιτζής μπροστά στο νοικοκύρη, που τους προϋπαντούσε τα εξής λόγια: 


«Μαχ, μαχ τον πίτα, 
τον παρά, τσοκ λαρά τον πίτα τον παρά, 
νάσου μπακαλούμ; 
μπεε; 
κεφλιρί εβατζιά τον πίτα τον παρά
. Μάχ, μαχ τον πίτα τον πάρα». […]

   Έλεγε χτυπώντας το τοπούζι «Μαχ, μαχ τον πίτα τον παρά».[15] 

Αμέσως η καμήλα λικνιζόταν σιγά- σιγά και καθόταν κάτω, ή σε κάποιο κάθισμα. 
η έκφραση «τσοκ λαρά τον πίτα τον παρά» σημαίνει θα τον πάρουμε τον πίτα τον παρά. Ο πίτας ο παράς ήταν το νόμισμα της πίτας της πρωτοχρονιάτικης. 
Αυτό ζητούσαν σαν φιλοδώρημα.
   Οι λέξεις «νάσου μπακαλούμ, μπεε» ήταν η παράκληση του ντιβιτζή προς την καμήλα να σηκωθεί.
 Η καμήλα σηκωνόταν μόλις την έλεγε «κεφλιρί εβατζιά τον πίτα τον παρά», δηλαδή μας έδωσαν τα χρήματα, «τον πίτα τον παρά». 

Προτού συμβεί αυτό ο νοικοκύρης τους έλεγε, μήπως πρέπει να δώσουν κάτι στο ζωντανό για να σηκωθεί, δηλαδή λίγο τσίπουρο, λίγο κρασί «κανιά μοίρα» μόλις συνέβαινε κι αυτό τότε ο ντιβιτζής έβαζε το τοπούζι από κάτω στη βάση του πλαισίου και την στήριζε βοηθώντας να σηκωθεί.[16]   
Η διαδικασία αυτή συνεχιζόταν ως το ξημέρωμα της Πρωτοχρονιάς.

Όταν η περιφορά της καμήλας τελείωνε συγκεντρώνονταν όλοι στην πλατεία του χωριού, περιμένοντας να τελειώσει η λειτουργία της εκκλησίας ώστε να στήσουν το χορό που κρατούσε ως αργά το μεσημέρι.[17] 

Πριν, όμως, ‘κλείσει’ το έθιμο χόρευαν οι καμήλες τον «καμηλτζίδκου χουρό», κατά τον οποίο, η μία προσπαθούσε να ‘νταϊκώσει’ την άλλη από κάτω (ουσιαστικά η μία προσπαθούσε να επιβληθεί της άλλης), και στη συνέχεια, οι ντιβιτζήδες, τον «ντιβιτζίδκου χουρό», συγκαθιστό χορό κατά τον οποίο έπρεπε να δείξουν όλη τη χάρη και τη δεξιοτεχνία τους.


Το Καβακλή ήταν η πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας στην Ανατολική Ρωμυλία,[18] με πληθυσμό γύρω στις δέκα χιλιάδες Έλληνες κατοίκους στις αρχές του εικοστού αιώνα. 
 Το 1906, μάλιστα, βρίσκουμε κατεγραμμένα  τέσσερα ελληνικά σχολεία και
 τρεις ελληνικές εκκλησίες.[19] 


Για τους Καβακλιώτες η Πρωτοχρονιά ήταν μια ιδιαίτερα σημαντική μέρα που έπρεπε να γιορταστεί με συμβολισμούς πλούτου και αφθονίας. 

Ακριβώς αυτήν την αφθονία, υποστηρίζουν οι σημερινοί ηλικιωμένοι απόγονοί τους πως συμβολίζει η καμήλα. 

Πιστεύοντας, δηλαδή, πως πρόκειται για ένα ζώο που αντανακλά το προσόν της υπομονής, αλλά και τη χάρη της αφθονίας (υποθέτουμε πως, μάλλον, αυτή η εντύπωση έχει δημιουργηθεί επειδή συγκρατεί άφθονο νερό στο οργανισμό της ώστε να επιζήσει στην έρημο), η καμήλα επιλέχθηκε για να συντροφεύσει τους νέους στο βραδινό αγερμό της παραμονής της Πρωτοχρονιάς.

 Οι κάτοικοι του δήμου Κουφαλίων[20] σήμερα υποστηρίζουν πως όταν ξεκίνησε το έθιμο, 
η τέλεσή του γινόταν με ζωντανές καμήλες.[21]

Εντούτοις, στην πρώτη καταγραφή του δρωμένου, που ανακαλύψαμε σε ένα ανέκδοτο κείμενο φοιτητή από το αρχείο του Σπουδαστηρίου Λαογραφίας, γραμμένη το 1966 και βασισμένη στην περιγραφή και τις εμπειρίες ενός ηλικιωμένου πρόσφυγα που γεννήθηκε στο Καβακλή περίπου το 1886, η Καμήλα τελούνταν με την κατασκευή ομοιώματος.

Όταν πρόκειται για μεγάλη καμήλα (…) συγκεντρώνονται μεγάλοι άντρες μπροστά από καιρό και κάνουν τις ετοιμασίες, (…) 15- 20 άντρες και κατέβαλαν ένα ορισμένο χρηματικό ποσό που κατά τη γνώμη τους θα κάλυπτε τα έξοδά της... 

Πάνω σ’ ένα κάρο δίτροχο έκαναν το σκελετό της με ξύλα καρφωμένα στα πλευρά του κάρου, τα οποία σκέπαζαν με διάφορες γούνες ή υφάσματα ούτως ώστε να σχηματίζεται ο κορμός της. 

Από το εμπρόσθιο μέρος του κάρου, εκεί που φυσιολογικά βρίσκεται ο λαιμός της καμήλας, τοποθετούσαν ένα μακρύ και λίγο στραβό σε δύο μέρη ξύλο, (…) και στο άκρο του λαιμού, όπου το ξύλο ήταν πιο εξογκωμένο να δηλώνει το κεφάλι στο κάτω μέρος, μ’ ένα κομμάτι σανιδιού καταλλήλως πελεκημένο σχημάτιζαν την κάτω σιαγόνα της καμήλας στερεωμένη στο πίσω άκρο έτσι ώστε να κινήται όπως ακριβώς μια φυσιολογική […] 

Στο κούφιο μέρος που σχημάτιζαν μέσα στον κορμό της καμήλας τοποθέτησαν ένα παιδί να κινή με τη βοήθεια ενός σκοινιού και δια μίας τρύπας που ήταν για αυτόν ακριβώς το λόγο ανοιγμένη στην απάνω σιαγόνα. 

Τη συνοδεία της καμήλας αποτελούσε ολόκληρο επιτελείο από ψεύτικα κανόνια τα οποία έσερναν άλογα, ένα σωρό καβαλάρηδες λαμπροστολισμένοι, φουστανελοφόροι (…) 

παρίστανε ο καθένας τους κι ένα μεγάλο στρατηγό. Τα κανόνια κατά την ώρα της πορείας (…) σε κάθε δυο- τρία σταυροδρόμια βροντούσαν και μ’ αυτό τον τρόπο έκαναν πιο επιβλητική τη μεγαλοπρέπεια του κατασκευάσματος. […] 

Η πομπή συνοδευόταν από πλήθος κόσμου και απολάμβανε ασυγκίνητα ενθουσιώδη χειροκροτήματα και οι ομορφοντυμένοι καβαλάρηδες έκαναν διάφορους καλπασμούς πάνω στ’ άσπρα τους άλογα και κόλπα, που κατά τη γνώμη τους δεν μπορούσαν να κάνουν άλλοι. 

Η πομπή της καμήλας γύριζε και στα γειτονικά χωριά για να αυξηθούν όσο το δυνατόν τα έσοδά της. […]
Σήμερα στα Κουφάλια (…) κάνουν καμήλες, μικρές όπως τις ονομάζουν, συνήθως μικρά παιδιά.

 Κάνουν μόνο το ‘τσιακαλdάκ’, δηλαδή το λαιμό και το κεφάλι της καμήλας παίρνουν μερικά κουδούνια μεγάλα απ’ τους τσομπάνηδες, τα λεγόμενα ‘τουντσιά’, και γυρίζουν το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς απ’ τα σπίτια, χτυπώντας τα κουδούνια και φωνάζοντας ‘dίου dέdου κάμι dέdου ό ό ορ ι ι σι’ με μια δυνατή και μακρόσυρτη φωνή[22]. 

Εκτός απ’ το βράδυ της παραμονής οι καμηλιέρηδες (καμιουάρους) στέκονται και την ημέρα της Πρωτοχρονιάς έξω από την εκκλησία, στην εξωτερική πύλη της και ενώ βγαίνει ο κόσμος χτυπούν πάλι τα κουδούνια, ανοιγοκλείνουν το ‘τσιακαλdάκι’ της καμήλας, βροντοφωνάζουν το συνηθισμένο σκοπό κ’ απλώνουν το χέρι τους με τον κουμπαρά στους πιστούς δημιουργώντας ένα σωστό πανδαιμόνιο εκκωφαντικών θορύβων.[23]

 Από την ίδια καταγραφή, μαθαίνουμε, επίσης, πως στο Καβακλή μετά την περιφορά της Καμήλας ακολουθούσε πολύωρο γλέντι με τις προσφορές που είχαν μαζευτεί καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας, ενώ ό, τι περίσσευε από τα έσοδα της βραδιάς, οι συμμετέχοντες το μοίραζαν στις φτωχές οικογένειες.

Παραπομπές
[1] Β. Πούχνερ, Λαϊκό θέατρο στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια, σ. 88
[2] Μια εκτενή περιγραφή για τον Ασπρόπυργο, βλ. στο Β. Πούχνερ, ό. π., σσ. 88- 89
[3] Ό. π., σ. 79
[4] Για το ίδιο ζήτημα, βλ. και Θ. Γράμματα, Δρώμενα και Λαϊκό θέατρο, σ. 18
[5] Καθώς δεν έχουμε ανακαλύψει στη βιβλιογραφία κάποια ικανοποιητική εξήγηση, και αφού δεν θεωρούμε εαυτούς ειδικούς σε τέτοια ζητήματα, αφήνουμε το ερώτημα ανοιχτό.
[6] Με τον ίδιο τρόπο σε άλλες περιοχές παριστάνουν π.χ. τα ‘άλογα’. Βλ. και Β. Πούχνερ, ό. π., σ. 91-92
[7] Η αντίθεση αυτή ανάμεσα στο αφαιρετικό αυτό σχήμα και την αληθοφάνεια θα μας απασχολήσει στη συνέχεια εκτενέστερα. Όσο για τον όρο ‘σουρεαλιστικό’ τον χρησιμοποιούμε με την πλατιά ετυμολογική του σημασία και όχι με την πιο ειδική έννοια που έλαβε στα διάφορα κινήματα της τέχνης (βλ. και την ενότητα του σχολιασμού των δρωμένων)
[8] Δ. Κτενίδης «Λαογραφικά Θουρίου Διδυμοτείχου», Θρακικά τόμ. 43ος, σ. 141. Αναδημοσιευμένο και στο Θ. Γραμματάς, Δρώμενα και Λαϊκό Θέατρο, σσ. 22- 23 
[9] Ιωάννης Πραντσίδης, Ο παραδοσιακός χορός στις κοινότητες των Ακμπουναριωτών στο Γκενεράλ Ίντσοβο Βουλγαρίας και στο Αιγίνιο Πιερίας, σσ. 54- 59 
[10] Δεν μπορούμε και εμείς να μην κάνουμε εδώ τη σύγκριση με τους σάτυρους. Εντούτοις, αναρωτιόμαστε πάντα, αν ο παππούκας θύμιζε εξαρχής τους αρχαίους προγόνους του ή αν η ομοιότητα προέκυψε από την επιθυμία να τους θυμίσει.
[11] Σημειώνεται εδώ πως στο δρόμο τραγουδούσαν όλοι το τραγούδι Μωρ’ Λένου, Λένου
Μωρ’ Λένου- Λένου καραγκιόζου (μαυρομάτα)
Μωρ’ που ήσαν Λένου τώρα βδουμάδα
Τώρα βδουμάδα κι τρεις σου μέρις
Στου Μαναστήρι ζουνάρια υφαίνου μουρ μουκαντέινα μαρμαρουδήτμα (σχέδια ύφανσης)
Ν’ ακούς μουρ Λένου τι λέει η γκάιντα τι χουρατεύι
Η γκάιντα λέει Τούρκουν αϊγάπσις Τούρκουν θα πάρεις.
Σφάζομαι μάναμ κόφτουμι μάναμ τα’ αρμάνια παίρνου Τούρκον δεν παίρνου
(Ό. π. σ. 56)
[12] Αφήγηση του Ένιο Ντ. Σμόκοφ (κάτοικος στο Ίντζοβο και γεννημένος το 1925) στον Ι. Πραντσίδη. Ό. π. σ. 57
Μεταφέρουμε στα νέα ελληνικά:
Αφεντικό, να χορέψει η καμήλα; Το πάτωμα είναι γερό; Γιατί η καμήλα είναι βαριά, να μην πέσει. Εντάξει, γερός είναι, λέει το αφεντικό. Ξεκινά η γκάιντα να τραγουδά, πιάνει κι αυτό (εν. ο ντιβιτζής) την καμήλα, πηγαίνει και φιλά το χέρι του αφεντικού και της αφεντικίνας, κι ύστερα ξεκινά να χορεύει. Χορεύει ως κάπου (εν. λίγο), μέχρι να παίξει μια φορά η γκάιντα, πέφτει κάτω η καμήλα. Πέφτουν οι παππούκες πλακώνουν την καμήλα να τη σφάξουν να μην πάει χαμένη. […] Γυρνά αυτός στο αφεντικό, τον φτύνει, δεν ντρέπεσαι που μου είπες ψέματα, το πάτωμα δεν ήταν γερό και έπεσε το ζώο. […] Πηγαίνει μέχρι κάπου (εν. ο ντιβιτζής), γυρίζει, κοίταξε, λέει, το ζώο, ψόφησε που ψόφησε, να βρούμε κανένα φάρμακο να του δώσουμε, να δούμε θα περάσει; Λέει, τίποτα κρασί, αν έχεις να του δώσουμε. […] Το δίνουν στην καμήλα, να πιει κι ο άνθρωπος που ήταν από κάτω, πάλι δεν γίνεται δουλειά, η καμήλα δεν ταράζεται, να δούμε κανένα πρόβλημα θα έχει. Βλέπει, λέει, αφεντικό κοίταξε, δουλειά που έγινε, θα φύγει το πέταλό της με το νύχι μαζί. αν έχεις κανένα πέταλο που να γράφει 23- 30 λέφια (νομίσματα Βουλγαρίας) να την πεταλώσουμε, θα σηκωθεί. 
          
[13] Έθιμο, επίσης της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, ήταν η περιφορά μιας ομάδας αντρών από σπίτι σε σπίτι για να τραγουδήσουν κάλαντα και, κυρίως, ευχές για τους νοικοκυραίους.
[14] «Η λέξη προέρχεται ετυμολογικά από την αραβική ‘ντεβέτ’ που σημαίνει καμήλα, άρα ντιβιτζής προέρχεται από το ‘ντεβετζή’ και σημαίνει τον αναβάτη της καμήλας, τον καμηλιέρη». Π. Λιτούδης,Το δρώμενο της ‘Καμήλας’ και η μουσικοχορευτική παράδοσή του κατά το πέρασμα του χρόνου από τους Μεγαλομοναστηριώτες, σ. 40
[15] Όπως μας πληροφορεί ο Π. Λιτούδης «μαχ, μαχ» είναι το πρόσταγμα του Ντιβιτζή για να καθίσει η καμήλα. Συνεπώς, «μαχ, μαχ τον πίτα τον παρά» θα σήμαινε –σε ελεύθερη απόδοση- «κάθισε για να πάρουμε τον πίτα τον παρά, δηλαδή το φιλοδώρημα».
[16] Π. Λιτούδης, ό. π., σσ. 40- 41
[17] Ο χορός της ημέρας ήταν οι ‘Καμήλες’ σε ζωναράδικο ρυθμό, με στίχους όπως «Καλές καμήλες, καουά παλκάρια, καλές φουντούδες, καουά κουρτσούδια». Βλ. Π. Λιτούδης, ό. π., σ. 42
[18] Η περιφέρεια ή επαρχία Καβακλή περιλάμβανε τα χωριά Καρυαί, Σιναπλή, Μέγα και Μικρό Μοναστήριον, Ακ Μπουρνάρ (ή Ακ Βουνάρ), Μέγα και Μικρό Βογιαλίκιον, Μουραδανλή, Δογάνογλου, Δράμα, Τσεκούρ- κιοϊ (ή Τσικούρ- κιοϊού), Χάσκιουϊού, με συνολικό ελληνικό πληθυσμό 28.500 κατοίκων το 1906. Βλ. Α. Γλαβίνα, Το Καβακλή της Ανατολικής Ρωμυλίας, σ. 20
[19] Βλ. ακόμη Μ. Λουλουδόπουλος, Ανέκδοτος συλλογή, 1903, σ. α- ιη
[20] Δήμος στο νομό Θεσσαλονίκη όπου κατοικούν οι περισσότεροι πρόσφυγες Καβακλιώτες.
[21] Στην πεποίθησή τους αυτή φαίνεται να οφείλεται και το γεγονός πως στο παρελθόν το 1957, αλλά και γύρω στα 1971, έφεραν από την Ανατολή ζωντανές καμήλες στα Κουφάλια για να γιορταστεί το έθιμο. Εμείς, βέβαια, αναρωτιόμαστε μήπως είναι η ανάμνηση αυτή, μαζί και φωτογραφικό υλικό με καμήλες στο Καβακλή (φώτο 79), που έχει προκαλέσει τη σύγχυση για την πεποίθηση αυτή, μια και ο γηραιότερος σήμερα, ελάχιστες μνήμες μπορεί να έχει ουσιαστικά από τη γενέτειρά του.
[22] Η έκφραση αυτή, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, επαναλαμβάνεται με παρόμοιους τρόπους ως τις μέρες μας, δίχως κανείς να είναι σίγουρος για την προέλευση και τη σημασία της. Ενδιαφέρον λοιπόν, παρουσιάζει το σχόλιο του επίδοξου συγγραφέα πως όσο κι αν ρώτησε τους γηραιότερους δεν πήρε απάντηση για τη σημασία των λόγων αυτών, γεγονός που δείχνει πως από τότε είχε χαθεί η αρχική τους έννοια.
[23] Χ. Λέκας, (Καβακλί- Αν. Ρωμυλίας) Από τους βουλγαροπρόσφυγες ‘Καβακλιώτες’. Έθιμα κατά τις ημέρες των Δωδεκαημέρων (αdέτια) (1966) Πρωτογενές λαογραφικό υλικό για τη Θράκη, Σπουδαστήριο λαογραφίας ΑΠΘ, 340- περιγραφή του Ιβάντσιου Σαράφι/ Ιωάννη Σαραφείδη, αυτόπτη μάρτυρα της καμήλας στο Καβακλί, περίπου 80 χρονών την εποχή της καταγραφής.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου